Αυτός ο άνθρωπος πηγαίνει κλαίγοντας κανείς δεν ξέρει να πει γιατί κάποτε νομίζουν πως είναι οι χαμένες αγάπες σαν κι αυτές που μας βασανίζουνε τόσο στην ακροθαλασσιά το καλοκαίρι με τα γραμμόφωνα
Οι άλλοι άνθρωποι φροντίζουν τις δουλειές τους ατέλειωτα χαρτιά παιδιά που μεγαλώνουν γυναίκες που γερνούνε δύσκολα αυτός έχει δυο μάτια σαν παπαρούνες σαν ανοιξιάτικες κομμένες παπαρούνες και δυο βρυσούλες στις κόχες των ματιών
Πγαίνει μέσα στους δρόμους ποτέ δεν πλαγιάζει δρασκελώντας μικρά τετράγωνα στη ράχη της γης μηχανή μιας απέραντης οδύνης που κατάντησε να μην έχει σημασία
Άλλοι τον άκουσαν να μιλά μοναχό καθώς περνούσε για σπασμένους καθρέφτες πριν από χρόνια για σπασμένες μορφές μέσα στους καθρέφτες που δεν μπορεί να συναρμολογήσει πια κανείς άλλοι τον άκουσαν να λέει για τον ύπνο εικόνες φρίκης στο κατώφλι του ύπνου τα πρόσωπα ανυπόφορα από τη στοργή
Τον συνηθίσαμε είναι καλοβαλμένος κι ήσυχος μονάχα που πηγαίνει κλαίγοντας ολοένα σαν τις ιτιές στην ακροποταμιά που βλέπεις απ' το τρένο ξυπνώντας άσχημα κάποια συννεφιασμένη αυγή
Τον συνηθίσαμε δεν αντιπροσωπεύει τίποτα σαν όλα τα πράγματα που έχετε συνηθίσει και σας μιλώ γι' αυτόν γιατί δε βρίσκω τίποτα που να μην το συνηθίσατε προσκυνώ
"Αφήγηση" Μουσική & Ερμηνεία: Μιλτιάδης Πασχαλίδης ["ΚΑΚΕΣ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ", 1998]
Ρόδο της μοίρας, γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις μα έσκυβες σαν το μυστικό που πάει να λυτρωθεί κι ήταν ωραίο το πρόσταγμα που δέχτηκες να δώσεις κι ήταν το χαμογέλιο σου σαν έτοιμο σπαθί.
Του κύκλου σου το ανέβασμα ζωντάνευε τη χτίση από τα’ αγκάθι σου έφευγε του δρόμου ο στοχασμός η ορμή μας γλυκοχάραζε γυμνή να σ’αποκτήσει ο κόσμος ήταν εύκολος• ένας απλός παλμός
"Ερωτικός λόγος" Μουσική & Ερμηνεία: Βαγγέλης Μαρκαντώνης ["ΑΝΟΙΧΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ", 2002]
----------------------------------------- Πότε θα ξαναμιλήσεις
Πότε θα ξαναμιλήσεις; Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας. Σπέρνουνται γεννιούνται σαν τα βρέφη ριζώνουν θρέφονται με το αίμα.
Όπως τα πεύκα κρατούνε τη μορφή του αγέρα ενώ ο αγέρας έφυγε, δεν είναι εκεί. Το ίδιο τα λόγια φυλάγουν τη μορφή του ανθρώπου κι ο άνθρωπος έφυγε δεν είναι εκεί.
Ίσως γυρεύουν να μιλήσουν τ' άστρα που πάτησαν τη τόση γύμνια σου μια νύχτα. Ο Κύκνος, ο Τοξότης, ο Σκορπιός ίσως εκείνα. (δις)
Αλλά πού θα είσαι τη στιγμή που θα 'ρθει εδώ σ' αυτό το θέατρο το φως;
Σκύψε αν μπορείς στη θάλασσα τη σκοτεινή, ξεχνώντας τον ήχο μιας φλογέρας πάνω σε πόδια γυμνά που πάτησαν τον ύπνο σου στην άλλη ζωή, στην άλλη ζωή, τη βυθισμένη, που πάτησαν τον ύπνο σου στην άλλη ζωή, στην άλλη ζωή, τη βυθισμένη.
Γράψε, αν μπορείς, το τελευταίο σου όστρακο, τη μέρα, τ' όνομα, τον τόπο, και ρίξε το στη θάλασσα για να βουλιά-, για να βουλιάξει, και ρίξε το στη θάλασσα για να βουλιά-, για να βουλιάξει.
Σκύψε αν μπορείς στη θάλασσα τη σκοτεινή, ξεχνώντας τον ήχο μιας φλογέρας πάνω σε πόδια γυμνά που πάτησαν τον ύπνο σου στην άλλη ζωή, στην άλλη ζωή, τη βυθισμένη, που πάτησαν τον ύπνο σου στην άλλη ζωή, στην άλλη ζωή, τη βυθισμένη.
"Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες".
Αηδόνι ντροπαλό, μες στον ανασασμό των φύλλων, συ που δωρίζεις τη μουσική δροσιά του δάσους στα χωρισμένα σώματα και στις ψυχές αυτών που ξέρουν πως δε θα γυρίσουν. Τυφλή φωνή, που ψηλαφείς μέσα στη νυχτωμένη μνήμη βήματα και χειρονομίες· δε θα τολμούσα να πω φιλήματα· και το πικρό τρικύμισμα της ξαγριεμένης σκλάβας.
"Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες".
Ποιες είναι οι Πλάτρες; Ποιος το γνωρίζει τούτο το νησί; Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα: καινούργιους τόπους, καινούργιες τρέλες των ανθρώπων ή των θεών· η μοίρα μου που κυματίζει ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα και μιαν άλλη Σαλαμίνα μ' έφερε εδώ σ' αυτό το γυρογιάλι. Το φεγγάρι βγήκε απ' το πέλαγο σαν Αφροδίτη· σκέπασε τ' άστρα του Τοξότη, τώρα πάει νά 'βρει την καρδιά του Σκορπιού, κι όλα τ' αλλάζει. Πού είν' η αλήθεια; Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης· το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.
Αηδόνι ποιητάρη, σαν και μια τέτοια νύχτα στ' ακροθαλάσσι του Πρωτέα σ' άκουσαν οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο, κι ανάμεσό τους -ποιος θα το 'λεγε- η Ελένη! Αυτή που κυνηγούσαμε χρόνια στο Σκάμαντρο. Ήταν εκεί, στα χείλια της ερήμου· την άγγιξα, μου μίλησε: "Δεν είν' αλήθεια, δεν είν' αλήθεια" φώναζε. "Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι. Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία".
Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, κι αυτό το ανάστημα ίσκιοι και χαμόγελα παντού στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα· ζωντανό δέρμα, και τα μάτια με τα μεγάλα βλέφαρα, ήταν εκεί, στην όχθη ενός Δέλτα. Και στην Τροία; Τίποτε στην Τροία - ένα είδωλο. Έτσι το θέλαν οι θεοί. Κι ο Πάρης, μ' έναν ίσκιο πλάγιαζε σα νά ηταν πλάσμα ατόφιο· κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια.
Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα. Τόσα κορμιά ριγμένα στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης· τόσες ψυχές δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι. Κι οι ποταμοί φουσκώναν μες στη λάσπη το αίμα για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη. Κι ο αδερφός μου; Αηδόνι αηδόνι αηδόνι, τ' είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ' ανάμεσό τους;
"Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες".
Δακρυσμένο πουλί, στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα, άραξα μοναχός μ' αυτό το παραμύθι, αν είναι αλήθεια πως αυτό ειναι παραμύθι, αν είναι αλήθεια πως οι ανθρώποι δε θα ξαναπιάσουν τον παλιό δόλο των θεών· αν είναι αλήθεια πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια, ή κάποιος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος, που ωστόσο είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια, δεν το 'χει μες στη μοίρα του ν' ακούσει μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε πως τόσος πόνος τόση ζωή πήγαν στην άβυσσο για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.
Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα. Καινούργιους τόπους, καινούργιες τρέλες των ανθρώπων ή των θεών.
Η μοίρα μου που κυματίζει ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα και μιαν άλλη Σαλαμίνα, μ' έφερε εδώ σ' αυτό το γυρογιάλι.
Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα. Τόσα κορμιά ριγμένα στα σαγόνια της θάλασσας, στα σαγόνια της γης. Τόσες ψυχές δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι. Κι οι ποταμοί φουσκώναν μες στη λάσπη το αίμα για ένα λινό κυμάτισμα, για μια νεφέλη, μιας πεταλούδας τίναγμα, το πούπουλο ενός κύκνου, για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη.
Σκύψε αν μπορείς στη θάλασσα τη σκοτεινή, ξεχνώντας τον ήχο μιας φλογέρας πάνω σε πόδια γυμνά που πάτησαν τον ύπνο σου στην άλλη ζωή, στην άλλη ζωή, τη βυθισμένη, που πάτησαν τον ύπνο σου στην άλλη ζωή, στην άλλη ζωή, τη βυθισμένη.
Γράψε, αν μπορείς, το τελευταίο σου όστρακο, τη μέρα, τ' όνομα, τον τόπο, και ρίξε το στη θάλασσα για να βουλιά-, για να βουλιάξει, και ρίξε το στη θάλασσα για να βουλιά-, για να βουλιάξει.
Σκύψε αν μπορείς στη θάλασσα τη σκοτεινή, ξεχνώντας τον ήχο μιας φλογέρας πάνω σε πόδια γυμνά που πάτησαν τον ύπνο σου στην άλλη ζωή, στην άλλη ζωή, τη βυθισμένη, που πάτησαν τον ύπνο σου στην άλλη ζωή, στην άλλη ζωή, τη βυθισμένη.
--------------------------------------------------- "Εδώ αράξαμε το καράβι"
Εδώ αράξαμε το καράβι να ματήσουμε τα σπασμένα κουπιά να πιούμε νερό και να κοιμηθούμε. Η θάλασσα που μας πίκρανε είναι βαθιά κι ανεξερεύνητη και ξεδιπλώνει μιαν απέραντη γαλήνη. Εδώ μέσα στα βότσαλα βρήκαμε ένα νόμισμα και το παίξαμε στα ζάρια. Το κέρδισε ο μικρότερος και χάθηκε. Ξαναμπαρκάραμε με τα σπασμένα μας κουπιά.
------------------------------------------------------- "Εδώ τελειώνουν τα έργα της θαάλασσας"
Εδώ τελειώνουν τα έργα της θάλασσας, τα έργα της αγάπης. Εκείνοι που κάποτε θα ζήσουν εδώ που τελειώνουμε αν τύχει και μαυρίσει στη μνήμη τους το αίμα και ξεχειλίσει ας μη μας ξεχάσουν, τις αδύναμες ψυχές μέσα στ' ασφοδίλια.
Ας γυρίσουν προς το έρεβος τα κεφάλια των θυμάτων: Εμείς που τίποτα δεν είχαμε θα τους διδάξουμε τη γαλήνη. Ας μη μας ξεχάσουν.
"Εδώ τελειώνουν τα έργα της θαάλασσας" Μουσική: Ηλίας Ανδριόπουλος [ΚΥΚΛΟΣ ΣΕΦΕΡΗ, 1976] Ερμηνεία: Νίκος Ξυλούρης
----------------------------------------------- "Κι αν ο αγέρας φυσά"
Κι αν ο αγέρας φυσά, δε μας δροσίζει κι ο ίσκιος μένει στενός κάτω απ' τα κυπαρίσσια κι όλο τριγύρω ανηφόρι στα βουνά
Μας βαραίνουν οι φίλοι που δεν ξέρουν πια πως να πεθάνουν
Κι αν ο αγέρας φυσά, δε μας δροσίζει κι ο ίσκιος μένει στενός κάτω απ' τα κυπαρίσσια κι όλο τριγύρω ανηφόρι στα βουνά
"Κι αν ο αγέρας φυσά" Μουσική: Δήμος Μούτσης [ΤΕΤΡΑΛΟΓΙΑ, 1975] Ερμηνεία: Μανώλης Μητσιάς
----------------------------------------------- "Είναι παλιό το λιμάνι" [Μυθιστόρημα, 1935]
Είναι παλιό το λιμάνι, δεν μπορώ πια να περιμένω ούτε το φίλο που έφυγε στο νησί με τα πεύκα, ούτε το φίλο που έφυγε στο νησί με τα πλατάνια, ούτε το φίλο που έφυγε για τ' ανοιχτά.
Χαϊδεύω τα σκουριασμένα κανόνια, χαϊδεύω τα κουπιά να ζωντανέψει το κορμί μου και ν' αποφασίσει. Τα καραβόπανα δίνουν μόνο τη μυρωδιά του αλατιού της άλλης τρικυμίας.
Αν το θέλησα να μείνω μόνος, γύρεψα τη μοναξιά, δε γύρεψα μια τέτοια απαντοχή, το κομμάτιασμα της ψυχής μου στον ορίζοντα, αυτές τις γραμμές, αυτά τα χρώματα, αυτή τη σιγή.
Τ' άστρα της νύχτας με γυρίζουν στην προσδοκία του Οδυσσέα για τους νεκρούς μες στ' ασφοδίλια. Μες στ' ασφοδίλια σαν αράξαμε εδώ πέρα θέλαμε να βρούμε τη λαγκαδιά που είδε τον Άδωνι λαβωμένο.
"Είναι παλιό το λιμάνι" Μουσική: Δήμος Μούτσης [ΤΕΤΡΑΛΟΓΙΑ, 1975] Ερμηνεία: Άλκηστις Πρωτοψάλτη & Χρήστος Λεττονός
--------------------------------- Πες της το μ' ένα γιουκαλίλι
Πες της το μ' ένα γιουκαλίλι γκρινιάζει κάποιος φωνογράφος πες μου - τι να της πω Χριστέ μου τώρα συνήθισα μονάχος
Πες της το μ' ένα γιουκαλίλι λόγια για λόγια κι άλλα λόγια αγάπη πού'ναι η εκκλησιά σου βαρέθηκα πια στα μετόχια
Αχ, αν ήταν η ζωή μας ίσια πώς θα την πέρναμε κατώπι μα αλλιώς η μοίρα το βουλήθη πρέπει να στρίψει σε μια κόχη
Τάχα, παρηγοριά θα βρούμε η μέρα φόρεσε τη νύχτα όλα είναι νύχτα - όλα είναι νύχτα κάτι θα βρούμε ζήτα - ζήτα
Πες της το μ' ένα γιουκαλίλι βλέπω τα κόκκινά της νύχια μπρος στη φωτιά πως θα γυαλίζουν και τη θυμάμαι με το βήχα.
"Πες της το μ' ένα γιουκαλίλι" Μουσική: Δήμος Μούτσης [ΤΕΤΡΑΛΟΓΙΑ, 1975] Ερμηνεία: Μανώλης Μητσιάς
----------------------------------------------------------------------------- "Ο Στρατής θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους (α΄)"
Δεν έχει ασφοδίλια, μενεξέδες, μήτε υακίνθους- πώς να μιλήσεις με τους πεθαμένους. Οι πεθαμένοι ξέρουν μονάχα τη γλώσσα των λουλουδιών- γι αυτό σωπαίνουν ταξιδεύουν και σωπαίνουν, υπομένουν και σωπαίνουν παρά δήμων ονείρων, παρα δήμων ονείρων. Αν αρχίσω να τραγουδώ θα φωνάξω κι αν φωνάξω- Οι αγάπανθοι προστάζουν σιωπή σηκώνοντας ένα χεράκι μαβιού μωρού της Αραβίας ή ακόμη τα πατήματα μιας χήνας στον αέρα. Είναι βαρύ και δύσκολο, δέ μου φτάνουν οι ζωντανοί- πρώτα γιατί δε μιλούν, κι ύστερα γιατί πρέπει να ρωτήσω τους νεκρούς για να μπορέσω να προχωρήσω παρακάτω. Αλλιώς δε γίνεται, μόλις με πάρει ο ύπνος οι σύντροφοι κόβουνε τους ασημένιους σπάγκους και το φλασκί των ανέμων αδειάζει. Το γεμίζω κι αδειάζει, το γεμίζω κι αδειάζει- ξυπνώ σαν το χρυσόψαρο κολυμπώντας μέσα στα χάσματα της αστραπής, κι ο αγέρας κι ο κατακλυσμός και τα ανθρώπινα σώματα, κι οι αγάπανθοι καρφωμένοι σαν τις σαΐτες της μοίρας στον αξεδίψαστη γης συγκλονισμένοι από σπασμωδικά νοήματα, θα 'λεγες είναι φορτωμένοι σ' ένα παμπάλαιο κάρο κατρακυλώντας σε χαλασμένους δρόμους, σε παλιά καλντερίμια, οι αγάπανθοι τα ασφοδίλια των νέγρων: Πώς να τη μάθω ετούτη τη Θρησκεία;
"Ο Στρατής θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους (α΄)" Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος ["Ο ΣΤΡΑΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΑΓΑΠΑΝΘΟΥΣ", 1973] Ερμηνεια: Νίκος Ξυλούρης
----------------------------------------------------------------------- "Ο Στρατής θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους" (β΄)
Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Θεός είναι η αγάπη έπειτα έρχεται το αίμα κι η δίψα για το αίμα που τον κεντρίζει το σπέρμα του κορμιού καθώς τ' αλάτι. Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Θεός είναι το μακρινό ταξίδι- εκείνο το σπίτι περιμένει μ' ένα γαλάζιο καπνό μ' ένα σκυλί γερασμένο περιμένοντας για να ξεψυχήσει το γυρισμό. Μα πρέπει να μ' αρμηνέψουν οι πεθαμένοι- είναι οι αγάπανθοι που τους κρατούν αμίλητους, όπως τα βάθη της Θάλασσας ή το νερό μες στο ποτήρι.
"Ο Στρατής θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους (β΄)" Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος ["Ο ΣΤΡΑΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΑΓΑΠΑΝΘΟΥΣ", 1973] Ερμηνεια: Νίκος Ξυλούρης
-------------------------------------------------------- "Ο τόπος μας είναι κλειστός"
Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά που έχουν σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα.
Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε πηγάδια, δεν έχουμε πηγές. Μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές. Που ηχούν και που τις προσκυνούμε.
Ήχος στεκάμενος, κούφιος, ίδιος με τη μοναξιά μας, ίδιος με την αγάπη μας, ίδιος με τα σώματά μας.
Μας φαίνεται παράξενο που κάποτε μπορέσαμε να χτίσουμε τα σπίτια, τα καλύβια και τις στάνες μας.
Και οι γάμοι μας, τα δροσερά στεφάνια και τα δάχτυλα, γίνουνται αινίγματα ανεξήγητα για την ψυχή μας. Πώς γεννήθηκαν, πώς δυναμώσανε τα παιδιά μας;
Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε πηγάδια, δεν έχουμε πηγές. Μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές. Που ηχούν και που τις προσκυνούμε.
Ο τόπος μας είναι κλειστός. Τον κλείνουν οι δυο μαύρες Συμπληγάδες.
Στα λιμάνια την Κυριακή σαν κατεβούμε ν' ανασάνουμε, βλέπουμε να φωτίζουνται στο ηλιόγερμα σπασμένα ξύλα, από ταξίδια που δεν τέλειωσαν σώματα που δεν ξέρουν πια πώς ν' αγαπήσουν.
"Ο τόπος μας είναι κλειστός" Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος ["Ο ΣΤΡΑΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΑΓΑΠΑΝΘΟΥΣ", 1973] Χορικό
------------------------------------------------------ "Ο γυρισμός του ξενιτεμένου"
Παλιέ μου φίλε τι γυρεύεις; χρόνια ξενιτεμένος ήρθες με εικόνες που έχεις αναθρέψει κάτω από ξένους ουρανούς μακριά απ' τον τόπο το δικό σου
Γυρεύω τον παλιό μου κήπο· τα δέντρα μου έρχονται ως τη μέση κι' οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια κι' όμως σαν ήμουνα παιδί έπαιζα πάνω στο χορτάρι κάτω από τους μεγάλους ίσκιους κι' έτρεχα πάνω σε πλαγιές ώρα πολλή λαχανιασμένος
Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου σιγά - σιγά θα συνηθίσεις· θ' ανηφορίσουμε μαζί στα γνώριμά σου μονοπάτια θα ξαποστάσουμε μαζί κάτω απ' το θόλο των πλατάνων σιγά - σιγά θα 'ρθούν κοντά σου το περιβόλι κι' οι πλαγιές σου
Γυρεύω το παλιό μου σπίτι με τ' αψηλά τα παραθύρια σκοτεινιασμένα απ' τον κισσό γυρεύω την αρχαία κολόνα που κοίταζε ο θαλασσινός. Πώς θες να μπω σ' αυτή τη στάνη; οι στέγες μου έρχονται ως τους ώμους κι' όσο μακριά και να κοιτάξω βλέπω γονατιστούς ανθρώπους λες κάνουνε την προσευχή τους
Παλιέ μου φίλε δε μ' ακούς; σιγά -σιγά θα συνηθίσεις το σπίτι σου είναι αυτό που βλέπεις κι' αυτή την πόρτα θα χτυπήσουν σε λίγο οι φίλοι κι' οι δικοί σου γλυκά να σε καλωσορίσουν
Γιατί είναι απόμακρη η φωνή σου; σήκωσε λίγο το κεφάλι να καταλάβω τι μου λες όσο μιλάς τ' ανάστημά σου ολοένα πάει και λιγοστεύει λες και βυθίζεται στο χώμα
Παλιέ μου φίλε συλλογίσου σιγά σιγά θα συνηθίσεις η νοσταλγία σου έχει πλάσει μια χώρα ανύπαρκτη με νόμους έξω απ' τη γης κι' απ' τους ανθρώπους
Πια δεν ακούω τσιμουδιά βούλιαξε κι' ο στερνός μου φίλος παράξενο πώς χαμηλώνουν όλα τριγύρω κάθε τόσο εδώ διαβαίνουν και θερίζουν χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα
"Ο γυρισμός του ξενιτεμένου" Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος ["Ο ΣΤΡΑΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΑΓΑΠΑΝΘΟΥΣ", 1973] Ερμηνεία: Λάκης Χαλκιάς & Ιωάννα Κιουρτσόγλου
"O ΗΛΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ" Ένας κύκλος ποιημάτων του Μίκη Θεοδωράκη Τραγούδι: Φαραντούρη - Καλογιάννης - Δημητριάδη - Πανδής Απαγγελία: Georges Wilson
1. Γειά σου Ακρόπολη - Μαρία Φαραντούρη (& Μετάφραση) 2. Ο χρόνος διαλύεται - Μαρία Φαραντούρη, Πέτρος Πανδής (& Μετάφραση) 3. Ήλιε θα σε κοιτάξω στα μάτια - Αντώνης Καλογιάννης, Μαρία Δημητριάδη (& Μετάφραση) 4. Επάνω στο ξερό χώμα - Μαρία Δημητριάδη (& Μετάφραση) 5. Όταν σταματήσει ο χρόνος - Μαρία Δημητριάδη 6. Τα κελιά - Αντώνης Καλογιάννης 7. Ποτέ, ποτέ, ποτέ - Μαρία Φαραντούρη, Αντώνης Καλογιάννης 8. Μέσα στους παραδείσους - Μαρία Φαραντούρη 9. Έχω ένα λαβύρινθο 10. Επουράνιοι ποταμοί - Μαρία Δημητριάδη 11. Όταν εσύ φωνάζεις - Μαρία Φαραντούρη 12. Στο τέταρτο πάτωμα - Μαρία Δημητριάδη, Αντώνης Καλογιάννης 13. Η οδοντοστοιχία του ήλιου - Αντώνης Καλογιάννης 14. Έκτη Σεπτεμβρίου - Μαρία Φαραντούρη 15. Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής - Μαρία Φαραντούρη, Αντώνης Καλογιάννης
"ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ ΑΒΕΡΩΦ" Ποίηση: Γιώργος Σεφέρης Τραγούδι: Αντώνης Καλογιάννης & Εθνική χορωδία της Γαλλίας Απαγγελία: Yves Montand Με την Εθνική χορωδία της Γαλλία υπό τη διεύθυνση του J.Grimbert Ζωντανή ηχογράφηση στο Theatre National Populaire (1970?) Eνορχήστρωση και διεύθυνση ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης
Στην εργογραφία του Θεοδωράκη "Ο Ήλιος Και Ο Χρόνος" και η μελοποίηση του ποιήματος «Επιφάνια 1937» του Γιώργου Σεφέρη αποτελούν μια σπάνια τομή των πολιτικών και βαθιά προσωπικών του ελατηρίων δημιουργίας. Ειδικότερα τα τραγούδια του Ο Ήλιος Και Ο Χρόνος, καθώς αποτελούν μελοποίηση 15 ποιημάτων από τα 32 που συνολικά έγραψε ο Θεοδωράκης τον Σεπτέμβριο του 1967, όταν είχε συλληφθεί από τις δυνάμεις ασφαλείας της χούντας και δεν ήξερε αν η κάθε ερχόμενη μέρα του επεφύλασσε τα βασανιστήρια ή ακόμα και την εκτέλεση. Πνευματική «συνέχεια» εκείνων των ποιημάτων υπήρξε η δημιουργία του Επιφάνεια-Αβέρωφ, έργο που γεννήθηκε κατά τη μεταφορά του συνθέτη στις Φυλακές Αβέρωφ – όπου πιστός του σύντροφος στις δυσκολίες στάθηκε η ποίηση του Σεφέρη – και τελειοποιήθηκε κατά τον εκτοπισμό του στη Ζάτουνα, λίγο προτού βρεθεί, ελεύθερος μα εξόριστος, στη Γαλλία.
Στο Παρίσι, ο Θεοδωράκης παρουσίασε το Ο Ήλιος Και Ο Χρόνος στο Palais de Chaillot, με τη Μαρία Φαραντούρη, τον Αντώνη Καλογιάννη, τη Μαρία Δημητριάδη και τον Πέτρο Πανδή στα μικρόφωνα και τον Georges Wilson στον ρόλο του μεταφραστή για το γαλλικό κοινό. Στην ίδια συναυλία ο Θεοδωράκης παρουσίασε και το Επιφάνια-Αβέρωφ, με σολίστ τον Καλογιάννη, συνοδεία της Εθνικής Χορωδίας της Γαλλίας (σε διεύθυνση Jacques Grimbert) και του διάσημου ηθοποιού Yves Montand στον ρόλο του αφηγητή-μεταφραστή.
Στο εξωτερικό η συναυλία βγήκε σε δίσκο από την Polydor (Theodorakis In Concert, 1971), αλλά η Ελλάδα έπρεπε να περιμένει τη Μεταπολίτευση: πρώτη η Columbia έκανε το 1974 μια έκδοση, χρησιμοποιώντας όμως μόνο το Ο Ήλιος Και Ο Χρόνος, και κατόπιν η Minos παρουσίασε το 1975 ολόκληρη τη συναυλία, μαζί δηλαδή με το Επιφάνια-Αβέρωφ.
------------------------------------------------------ "Κράτησα τη ζωή μου"
Κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα σε κίτρινα δέντρα, κάτω απ'το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς καμιά φωτιά στην κορυφή τους βραδιάζει.
"Κράτησα τη ζωή μου" Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης [Επιφάνεια - Αβέρωφ, 1970] Ερμηνεία: Αντώνης Καλογιάννης & Χορωδία
"Η άρνηση" Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης ["Επιτάφιος - Επιφανεια", 1964 1η Εκτέλεση: Γρηγόρης Μπιθικώτσης] Ερμηνεία: Μαρία Φαραντούρη"
"Η άρνηση" Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης ["Επιτάφιος - Επιφανεια", 1964 1η Εκτέλεση: Γρηγόρης Μπιθικώτσης] Ερμηνεία: Αλκίνοος Ιωαννίδης"
---------------------------------------------------------- "Κράτησα τη ζωή μου"
Κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα σε κίτρινα δέντρα, κάτω απ'το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς καμιά φωτιά στην κορυφή τους βραδιάζει.
"Κράτησα τη ζωή μου" Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης [Επιταφιος - Επιφάνεια, 1964] Ερμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης
--------------------------------------------------------------- "Άνθη της πέτρας"
Άνθη της πέτρας μπροστά στην πράσινη θάλασσα με φλέβες που μου θύμιζαν άλλες αγάπες γυαλίζοντας στ' αργό ψιχάλισμα
Άνθη της πέτρας φυσιογνωμίες που ήρθαν όταν κανένας δεν μιλούσε και μου μίλησαν που μ' άφησαν να τις αγγίξω ύστερα από την σιωπή μέσα σε πεύκα σε πικροδάφνες και σε πλατάνια
--------------------------------------------------------------------- "Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές"
Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές υπάρχει μια δίψα υπάρχει μια αγάπη υπάρχει μια έκσταση, όλα σκληρά σαν τα κοχύλια μπορείς να τα κρατήσεις μες στη παλάμη σου.
Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές μέρες ολόκληρες σε κοίταζα στα μάτια και δε σε γνώριζα μήτε με γνώριζες.
Ο Γιώργος Σεφέρης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γιώργου Σεφεριάδη) γεννήθηκε στη Σμύρνη, γιος του δικηγόρου και διδάκτορα της Νομικής Σχολής του Παρισιού Στέλιου Σεφεριάδη και της Δέσπως το γένος Γιωργάκη Τενεκίδη. Είχε δύο μικρότερα αδέρφια την Ιωάννα (μετέπειτα σύζυγο του Κωνσταντίνου Τσάτσου) και τον Άγγελο. Η πανεπιστημιακή καριέρα του πατέρα του υπήρξε λαμπρή και κατέληξε το 1933 στην αναγόρευσή του ως Πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών και Ακαδημαϊκού. Μετά το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου το 1914 η οικογένεια Σεφεριάδη εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Στην Αθήνα ο Σεφέρης τέλειωσε το Πρότυπο Κλασικό Γυμνάσιο. Από το 1918 ως το 1924 έζησε στο Παρίσι όπου σπούδασε νομικά και ήρθε σε επαφή με τη σύγχρονή του γαλλική λογοτεχνική παραγωγή. Στο Παρίσι συνεργάστηκε με το φοιτητικό περιοδικό Βωμός (με το ψευδώνυμο Γιώργος Σκαλιώτης), έδωσε μια διάλεξη για τον Jan Moreas στο Σύλλογο Ελλήνων Σπουδαστών και άρχισε να γράφει ποιήματα στα γαλλικά και τα ελληνικά. Το καλοκαίρι του 1924 μετά την αποφοίτησή του από το πανεπιστήμιο έφυγε για το Λονδίνο, όπου έμεινε ως το χειμώνα του επόμενου χρόνου. Εκεί έγραψε το ποίημα Fog. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα άρχισε να γράφει το Ημερολόγιο, και το γνωστό ως Έξι νύχτες στην Ακρόπολη πεζογράφημα και πρωτοδιάβασε τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη. Το 1926 πέθανε η μητέρα του και στις 29 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου ο Σεφέρης διορίστηκε ακόλουθος του Υπουργείου Εξωτερικών. Το 1931 κυκλοφόρησε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο Στροφή, για την οποία ο Παλαμάς δημοσίευσε επιστολή στη Νέα Εστία. Διορίστηκε υποπρόξενος και στη συνέχεια πρόξενος στο Γενικό Προξενείο του Λονδίνου, όπου παρέμεινε ως το 1934. Το 1932 δημοσίευσε τη Στέρνα και το 1935 το Μυθιστόρημα, και τα δύο σε περιορισμένα αντίτυπα. Το 1936 δημοσίευσε το βιβλίο Θ.Σ.Έλιοτ και διορίστηκε Πρόξενος στην Κορυτσά, όπου έμεινε ως το 1937, που ταξίδεψε στο Βουκουρέστι για το Συνέδριο Διαβαλκανικού Τύπου. Το 1938 διορίστηκε προϊστάμενος της Διευθύνσεως Εξωτερικού Τύπου στην Αθήνα και ένα χρόνο αργότερα γνωρίστηκε με τον Αντρέ Ζιντ στο σπίτι του Κ.Θ.Δημαρά και ταξίδεψε στη Ρουμανία με τον Τ.Παπατσώνη. Το 1940 εξέδωσε τα Ημερολόγιο Καταστρώματος Α’, Ποιήματα 1 και Τετράδιο Γυμνασμάτων (1928-1937). Τον ίδιο χρόνο υπέγραψε μανιφέστο κατά του Ιταλικού Φασισμού και το διάγγελμα του βασιλιά μαζί με το Νικολούδη. Το 1941 παντρεύτηκε τη Μαρώ Ζάννου, εξέδωσε το Χειρόγραφο Σεπτ. ‘41 και ταξίδεψε με την ελληνική κυβέρνηση στη Σούδα, την Αίγυπτο και τη Νότιο Αφρική. Το 1942 εκδόθηκε στην Αλεξάνδρεια η Λύρα του Κάλβου με πρόλογο του Σεφέρη. Ταξίδεψε στην Ιερουσαλήμ και μετατέθηκε στο Κάιρο (Διεύθυνση Τύπου και Πληροφοριών της Ελληνικής Κυβέρνησης). Το 1943 έδωσε διαλέξεις για τον Παλαμά και το Μακρυγιάννη στο Κάιρο και την Αλεξάνδρεια και γνωρίστηκε με το Στρατή Τσίρκα. Το 1944 εκδόθηκαν οι Δοκιμές στο Κάιρο και το Ημερολόγιο Καταστρώματος Β’. Ταξίδεψε με την κυβέρνηση στην Ιταλία και τον Οκτώβρη επέστρεψε στην Ελλάδα. Το 1945 διετέλεσε διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Αντιβασιλέα Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού και διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου. Το 1946 γνωρίστηκε με τον Eluard , εξέδωσε τον Ερωτόκριτο, την Κίχλη και διάβασε τη μελέτη του Καβάφης - Έλιοτ · Παράλληλοι στο Βρετανικό Συμβούλιο της Αθήνας. Το 1947 τιμήθηκε με το έπαθλο Παλαμά και ένα χρόνο αργότερα παραιτήθηκε μαζί με πολλούς άλλους συγγραφείς από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, τονίζοντας τη φθορά που είχε υποστεί ο θεσμός. Διορίστηκε σύμβουλος πρεσβείας στην Άγκυρα. Το 1949 εκδόθηκε η μετάφρασή του από ποιήματα του Έλιοτ με τίτλο Η έρημη χώρα και άλλα ποιήματα. Το 1950 πέθανε ο αδερφός του Άγγελος στην Αμερική. Τον ίδιο χρόνο ο Σεφέρης ταξίδεψε στη Μικρά Ασία και την Κωνσταντινούπολη. Τον επόμενο χρόνο πέθανε ο πατέρας του · διορίστηκε σύμβουλος στην πρεσβεία του Λονδίνου. Το 1952 μετατέθηκε στη Βηρυτό και το 1953 πραγματοποίησε το πρώτο του ταξίδι στην Κύπρο μαζί με τη γυναίκα του (ακολούθησε δεύτερο ταξίδι τον επόμενο χρόνο και τρίτο το 1955). Το 1956 έγινε διευθυντής στην Β’ Πολιτική Διεύθυνση του Υπουργείου Εξωτερικών και το 1957 συμμετείχε στη συζήτηση για το Κυπριακό στη Νέα Υόρκη. Τότε διορίστηκε πρεσβευτής στο Λονδίνο, όπου παρέμεινε ως το 1962. Το 1960 ανακηρύχτηκε επίτιμος διδάκτωρ των γραμμάτων από το πανεπιστήμιο του Cambridge, το 1961 τιμήθηκε με το βραβείο Foyle και το 1963 με το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας. Ένα χρόνο αργότερα αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ των Πανεπιστημίων Θεσσαλονίκης και Οξφόρδης και ταξίδεψε στην Ισπανία. Το 1964 δημοσιεύτηκε η μετάφρασή του από το Άσμα ασμάτων και οι Αντιγραφές. Τότε γνωρίστηκε με τον Ezra Pound, ενώ ένα χρόνο αργότερα δημοσιεύτηκαν τα Τρία Κρυφά ποιήματα και εκδόθηκε η μετάφραση της Αποκάλυψης του Ιωάννη. Το 1969 δημοσιεύτηκε η δήλωσή του κατά της χούντας του Παπαδόπουλου και ο Σεφέρης παύτηκε από πρέσβης επί τιμή, ενώ του απαγορεύτηκε και να κάνει χρήση του διπλωματικού του διαβατηρίου. Το 1971 έγραψε το τελευταίο του ποίημα με τίτλο Επί ασπαλάθων. Πέθανε το Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου. Είχε προηγουμένως υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση στο δωδεκαδάκτυλο. Την κηδεία του παρακολούθησαν χιλιάδες κόσμου. Ο Γιώργος Σεφέρης υπήρξε ηγετική μορφή στην ποίηση και τη θεωρία της λογοτεχνίας στην Ελλάδα του εικοστού αιώνα. Με τη σκέψη και τη δημιουργία του ανανέωσε ριζικά τον προσανατολισμό της νεοελληνικής λογοτεχνίας, συνδυάζοντας βαθιά γνώση της παράδοσης και των παγκόσμιων ιδεολογικών ρευμάτων και προτάσσοντας το αίτημα της ελληνικότητας στα πλαίσια της ευρωπαϊκής πραγματικότητας.
---------------------------------------------------------- "Κι αν ο αγέρας φυσά"
Κι αν ο αγέρας φυσά, δε μας δροσίζει κι ο ίσκιος μένει στενός κάτω απ' τα κυπαρίσσια κι όλο τριγύρω ανηφόρι στα βουνά
Μας βαραίνουν οι φίλοι που δεν ξέρουν πια πως να πεθάνουν
Κι αν ο αγέρας φυσά, δε μας δροσίζει κι ο ίσκιος μένει στενός κάτω απ' τα κυπαρίσσια κι όλο τριγύρω ανηφόρι στα βουνά
"Κι αν ο αγέρας φυσά" Μουσική: Δήμος Μούτσης [ΤΕΤΡΑΛΟΓΙΑ, 1975] Ερμηνεία: Μανώλης Μητσιάς
------------------------------------------------------------- Πες της το μ' ένα γιουκαλίλι
Πες της το μ' ένα γιουκαλίλι γκρινιάζει κάποιος φωνογράφος πες μου - τι να της πω Χριστέ μου τώρα συνήθισα μονάχος
Πες της το μ' ένα γιουκαλίλι λόγια για λόγια κι άλλα λόγια αγάπη πού'ναι η εκκλησιά σου βαρέθηκα πια στα μετόχια
Αχ, αν ήταν η ζωή μας ίσια πώς θα την πέρναμε κατώπι μα αλλιώς η μοίρα το βουλήθη πρέπει να στρίψει σε μια κόχη
Τάχα, παρηγοριά θα βρούμε η μέρα φόρεσε τη νύχτα όλα είναι νύχτα - όλα είναι νύχτα κάτι θα βρούμε ζήτα - ζήτα
Πες της το μ' ένα γιουκαλίλι βλέπω τα κόκκινά της νύχια μπρος στη φωτιά πως θα γυαλίζουν και τη θυμάμαι με το βήχα.
"Πες της το μ' ένα γιουκαλίλι" Μουσική: Δήμος Μούτσης [ΤΕΤΡΑΛΟΓΙΑ, 1975] Ερμηνεία: Μανώλης Μητσιάς
------------------------------------------------------------------ "Είναι παλιό το λιμάνι" [Μυθιστόρημα]
Είναι παλιό το λιμάνι, δεν μπορώ πια να περιμένω ούτε το φίλο που έφυγε στο νησί με τα πεύκα, ούτε το φίλο που έφυγε στο νησί με τα πλατάνια, ούτε το φίλο που έφυγε για τ' ανοιχτά.
Χαϊδεύω τα σκουριασμένα κανόνια, χαϊδεύω τα κουπιά να ζωντανέψει το κορμί μου και ν' αποφασίσει. Τα καραβόπανα δίνουν μόνο τη μυρωδιά του αλατιού της άλλης τρικυμίας.
Αν το θέλησα να μείνω μόνος, γύρεψα τη μοναξιά, δε γύρεψα μια τέτοια απαντοχή, το κομμάτιασμα της ψυχής μου στον ορίζοντα, αυτές τις γραμμές, αυτά τα χρώματα, αυτή τη σιγή.
Τ' άστρα της νύχτας με γυρίζουν στην προσδοκία του Οδυσσέα για τους νεκρούς μες στ' ασφοδίλια. Μες στ' ασφοδίλια σαν αράξαμε εδώ πέρα θέλαμε να βρούμε τη λαγκαδιά που είδε τον Άδωνι λαβωμένο.
"Είναι παλιό το λιμάνι" Μουσική: Δήμος Μούτσης [ΤΕΤΡΑΛΟΓΙΑ, 1975] Ερμηνεία: Άλκηστις Πρωτοψάλτη & Χρήστος Λεττονός
Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα. Καινούργιους τόπους, καινούργιες τρέλες των ανθρώπων ή των θεών.
Η μοίρα μου που κυματίζει ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα και μιαν άλλη Σαλαμίνα, μ' έφερε εδώ σ' αυτό το γυρογιάλι.
Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα. Τόσα κορμιά ριγμένα στα σαγόνια της θάλασσας, στα σαγόνια της γης. Τόσες ψυχές δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι. Κι οι ποταμοί φουσκώναν μες στη λάσπη το αίμα για ένα λινό κυμάτισμα, για μια νεφέλη, μιας πεταλούδας τίναγμα, το πούπουλο ενός κύκνου, για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη.
Το σκηνικό της τραγωδίας "Ευμενίδες", τοποθετείται στον ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς. Εκεί ο ιερέας βρίσκει τον Ορέστη, ικέτη στον βωμό, να ζητά τη βοήθεια του θεού για να απαλλαγεί από τις Ερινύες, που κουρασμένες από την καταδιώξη του φυγά έχουν αποκοιμηθεί. Τότε εμφανίζεται το φάντασμα της βασίλισσας Κλυταιμνήστρας, ξυπνά τις Ερινύες, γιατί παραμέλησαν το έργο της καταδίωξης και της τιμωρίας του Ορέστη, και κατηγορεί το θεό ότι έδωσε άσυλο σε μιασμένο άνθρωπο. Η σκηνή μεταφέρεται στην Αθήνα, όπου, σύμφωνα με την υπόσχεση του Απόλλωνα, ο Ορέστης θα δικαστεί για τ' αμαρτήματά του. Ο ήρωας μετά από συμβουλή του θεού φτάνει εκεί κι αγκαλιάζει το άγαλμα της Παλλάδας παρακαλώντας την να τον προστατέψει απ' τις Ερινύες, που συνεχίζουν να τον καταδιώκουν. Οι εκδικητικές θεότητες φτάνοντας τραγουδούν έναν ύμνο, που τρελαίνει τον νου του θύματός τους. Σε απάντηση της παράκλησης του Ορέστη η Αθηνά εμφανίζεται, για ν' αναλάβει τη δίκη με τη βοήθεια ορισμένων επίλεκτων πολιτών ως ενόρκων. Η δίκη αρχίζει κι ο Απόλλωνας παρουσιάζεται ως συνήγορος του ικέτη και εκπρόσωπος των βουλών του Διός. Ο Ορέστης ομολογεί ότι σκότωσε τη μητέρα του από μίσος, ενώ δικαιολογεί την πράξη του λέγοντας ότι κι εκείνη είχε σκοτώσει τον σύζυγό της και πατέρα του. Για να στηρίξει την αθωότητα του ο Ορέστης αρνείται ακόμη και την συγγένειά του με την Κλυταιμνήστρα. Σ' αυτό συνηγορεί κι ο Απόλλωνας, ο οποίος υποστηρίζει ότι ο άμεσος συγγενής του παιδιού είναι ο πατέρας, ενώ η μητέρα είναι μόνο η τροφός του! Η Αθηνά δηλώνει ότι από το σημείο αυτό και στο εξής στο δικαστήριο για υποθέσεις φόνου θα προεδρεύει εκείνη προσωπικά κι εγκαθιδρύει τον θεσμό του Άρειου Πάγου. Οι ένορκοι ψηφίζουν, η θεά γνωστοποιεί ότι η ψήφος της είναι υπέρ του κατηγορουμένου, οπότε σε περίπτωση που οι ψήφοι είναι ίσοι, η δίκη θα κρίνει τον Ορέστη αθώο. Έτσι αυτός αθωώνεται και φεύγει. Η Αθηνά καταφέρνει να κατασιγάσει τον θυμό των κατηγόρων του Ορέστη παραχωρώντας τους την πόλη της να κατοικούν και να απολαμβάνουν θυσίες από τον αθηναϊκό λαό. Οι Ερινύες υποχωρούν και μετατρέπονται σε Ευμενίδες, Σεμνές θεές, πνεύματα συγχώρησης και ευμένειας. Με συνοδεία επίλεκτων πολιτών κατευθύνονται στο ιερό τους κάτω από τον Άρειο Πάγο αποχαιρετώντας τους θεούς και τους θνητούς της χώρας.
ΑΙΣΧΥΛΟΣ, ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ (NT-GB, 1983) Σκηνoθεσία: Peter Hall Απόδοση στα Αγγλικά: Tony Harrison Μουσική: Harrison Birtwhistle